Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2007

Στιγμές; Φαγιούμ; Τι είναι αυτά;


ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΑΚΟΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΔΙΗΓΗΜΑΤΩΝ

Ένα από τα πολλά που δεν έχω καταλάβει μέχρι τώρα στην λογοτεχνία είναι το γιατί δεν υπάρχουν συγκεκριμένες κατηγοριοποιήσεις διηγημάτων (και όχι μόνο εκεί φυσικά). Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι τα προσδιορίσεις περιγραφικά ή να τα κατατάξεις σύμφωνα με ορισμένα πρότυπα που εισήγαγαν συγκεκριμένοι λογοτέχνες, στα πρότυπα ενός Χέμινγουεϊ για παράδειγμα, ή στα πρότυπα ενός Τζέιμς Τζόυς.
Η αφορμή για να γράψω τον παραπάνω προβληματισμό ήταν η ανάγκη κατηγοριοποίησης των διηγημάτων που ανεβάζω στο blog μου. Καθώς περνά ο καιρός και ανεβάζω όλο και περισσότερα, αυτό γίνεται υποχρεωτικό, καθώς θέλω ο αναγνώστης που διαβάζει κάτι που του αρέσει, να διαλέγει την κατηγορία του για να διαβάζει παρόμοια κείμενα. Εξάλλου, από τις λίγες ιστορίες που έχω ανεβάσει μέχρι στιγμής, είναι ήδη φανερή η ομοιομορφία μεταξύ κάποιων από αυτών και η ανομοιομορφία μεταξύ κάποιων άλλων. Πως μπορώ για παράδειγμα να βάλω κάτω από την ίδια γενική κατηγορία ‘Διηγήματα’ τα κείμενα ‘Τα βήματα της καμήλας’ και ‘Το Ασανσέρ’;
Το μόνο που μπορώ να κάνω, είναι να χρησιμοποιήσω κατηγορίες και να τους δώσω κάποιους τίτλους, όπως ο τίτλος μιας συλλογής, αντί να προσπαθήσω να τις βαπτίσω ανεπιτυχώς βάση των χαρακτηριστικών τους.
Στο σκληρό δίσκο του υπολογιστή μου βρίσκονται ήδη αρκετά κείμενα. Για να μπορώ να τα επεξεργάζομαι καλύτερα, τα έχω χωρίσει σε ομάδες διηγημάτων που έχουν κάποια κοινά στοιχεία μεταξύ τους. Αυτήν την κατηγοριοποίηση θα χρησιμοποιήσω κι εδώ, μόνο που μέχρι στιγμής είναι ξεκάθαρη μόνο για μένα, όχι για τον αναγνώστη. Ήδη έχουν φανεί δύο από αυτές τις κατηγορίες, οι ‘Στιγμές’ και ‘Φαγιούμ’. Ας πω λοιπόν δυο λόγια τι περίπου να περιμένουν οι αναγνώστες διαβάζοντας τα διηγήματα αυτών των κατηγοριών.
Οι ‘Στιγμές’ είναι λιλιπούτεια κείμενα που, τόσο ώς προς το μέγεθος όσο και θεματικά, ασχολούνται με μια στιγμή. Αυτή η στιγμή μπορεί να είναι οτιδήποτε, ένα συναίσθημα, μια εμπειρία, ένα μήνυμα. Μπορεί να είναι ακόμα και μια στιγμή που κρατά είκοσι πέντε χρόνια, όπως στο διήγημα ‘Στο παγκάκι που έκατσε’. Το μικροσκοπικό μέγεθος όμως των κειμένων αυτής της κατηγορίας θα παραμένει.
Ο τίτλος ‘Φαγιούμ’ είναι δανεισμένος από τον τίτλο που έδωσα στην μοναδική συλλογή με διηγήματα που έχω ολοκληρώσει έως τώρα. Οι ιστορίες αυτής της κατηγορίας είναι αρκετά μεγάλες, θα μπορούσαν, ίσως, να χαρακτηριστούν και νουβέλες, δεν ξέρω. Τις αποκαλώ ιστορίες για να έχω το κεφάλι μου ήσυχο. Το πιο βασικό χαρακτηριστικό τους είναι πως η πλοκή τους φιλοδοξεί να οδηγήσει τον αναγνώστη σε παραπάνω από μία εκπλήξεις ή ανατροπές στην διάρκεια της αφήγησης τους, μάλλον αντίθετα δηλαδή απ’ ότι συνηθίζεται σε ένα σύγχρονο διήγημα ή αυτό που αποκαλείτε ‘φέτα ζωής’. Οι αρχές τους βασίζονται περισσότερο σε παλαιότερα πρότυπα.
Η υπόθεση τους είναι φανταστική, πρόκειται δηλαδή για μυθοπλασίες. Ο χώρος, αν και ενδεχομένως ανώνυμος, προσπαθεί να γίνει διακριτός, οι ‘εικόνες’ παίζουν σημαντικό ρόλο και γενικότερα, οι τεχνικές αφήγησης δανείζονται περισσότερο αυτές του κινηματογράφου παρά της λογοτεχνίας. Θα δίνω περισσότερες λεπτομέρειες για καθεμία ιστορία ξεχωριστά καθώς τις ανεβάζω, με ‘Λίγα λόγια ακόμα’.
Η τελευταία κατηγορία, τα ‘Ανυπότακτα’, είναι φυσικά ότι δεν μπόρεσα να εντάξω σε μια κατηγορία, ή δεν έχω άλλα διηγήματα παρόμοια με αυτά ώστε να τα μαζέψω σε μία ομάδα. Ή δεν έχω κάποια καλύτερη ιδέα τέλος πάντων.
Κάθε φορά που θα ανεβάζω κάποια καινούργια κατηγορία, θα δίνω και μερικές εξηγήσεις εδώ περί τίνος πρόκειται. Θα ήθελα επίσης, αν κάποιος γνωρίζει κάτι περισσότερο για τις κατηγοριοποιήσεις των διηγημάτων και πως αυτές διαχειρίζονται στους φιλολογικούς κύκλους ή στον ευρύτερο χώρο της λογοτεχνίας, να με διαφωτίσει.

5 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Αντί σχολίου ένα διήγημα:


2. ΤΑ ΧΡΕΗ

Ήταν ένα βράδυ στην πλατεία του Αγίου Νικολάου. Παιδιά παίζανε στην πλατεία, γεμίζοντας χαρούμενες φωνές τον αέρα και ενώ οι μεγάλοι, καθισμένοι στα τραπεζάκια των καφενείων της πλατείας, κουβεντιάζανε πίνοντας την πορτοκαλάδα τους. Οι μουριές, φυτεμένες ανάμεσα στις πλάκες του δαπέδου, γεμάτες φύλλα, στέκονταν ακίνητες χαζεύοντας τη βραδινή κίνηση της πλατείας και των γύρω δρόμων. Πού και πού άπλωναν τα κλαδιά τους και φυλάκιζαν την μπάλα των αγοριών. Τότε ο πιο αδύνατος καί ευέλικτος από τους παίχτες, σκαρφάλωνε και την κατέβαζε, αφού πρώτα έψαχνε να τη βρει μέσα στο πυκνό φύλλωμα. Τα παιδιά παίζανε ποδόσφαιρο, Δίτερμα. Τρία αγόρια από δω, τρία αγόρια από κει. Οι πελάτες των καφενείων παρακολουθούσαν τον αγώνα σαν να είχαν έρθει εκεί γι αυτό το λόγο και όχι για να βρεθούν με φίλους η να βρουν λίγη δροσιά. Και κάθε που έμπαινε ένα γκολ, οι κουβέντες σταματούσαν και τα βλέμματα γύριζαν προς το γήπεδο, δηλαδή προς το κέντρο της πλατείας, βλέποντας εκείνον που έβαλε το γκολ και παρακολουθώντας τις αντιδράσεις των παιχτών-χαρά από τα παιδιά της ομάδας που έβαλε το τέρμα, μουρμούρα και κατήφεια στην αντίπαλη ομάδα.
Όλα τούτα διαρκούσαν ώσπου η μπάλα, από τo δρόμο που είχε βρεθεί τρυπώντας τα υποθετικά δίχτυα, έρθει και πάλι στο κέντρο του γηπέδου. Τότε ακολουθούσε η "σέντρα" και οι γύρω θεατές συνέχιζαν την κουβέντες τους ώσπου να μπει το επόμενο τέρμα.
Ol καφετζήδες της πλατείας γκρίνιαζαν γιατί η μπάλα καμιά φορά χτυπούσε πάνω στα τραπεζάκια, τρομάζοντας για μια στιγμή τους ανύποπτους πελάτες και σπάζοντας κανένα ποτήρι.
Και η γκρίνια αυτή όμως ήτανε ήπια και ποτέ ο καφετζής δεν έφτανε να πραγματοποιήσει την απειλή που είχε πρόχειρη πολλές φορές κάθε βραδιά στο στόμα του: "Θα πάρω τη μπάλα και θα την ξεφουσκώσω!" Ήξερε κατά βάθος πως χωρίς παιδιά η πλατεία θα ήτανε άψυχη και ίσως άδεια και από πελάτες.
Ως και τα κορίτσια που παίζανε τα δικά τους ήρεμα παιχνίδια στο κεφαλόσκαλο της εκκλησίας, ένιωθαν πως το κέντρο της ζωντάνιας ήτανε η πλατεία με το ποδόσφαιρο και ότι τα δικά τους παιχνίδια γίνονταν στο περιθώριο που το παιχνίδι των αγοριών άφηνε. Ενώ λοιπόν το παιχνίδι είχε ανάψει και κείνο το βράδυ, κάποιος, που παρακολουθούσε το παιχνίδι από ένα παγκάκι της πλατείας, φώναξε έναν παίχτη και κάτι του είπε. Εκείνος διάταξε τους υπόλοιπους να σταματήσουν το παιχνίδι και να πάνε εκεί. Και μπροστά στον κύριο που είχε κάνει την προσφορά των χρημάτων τούς είπε: "Ρε σεις, αυτός θα δώσει είκοσι χιλιάδες στην ομάδα που θα νικήσει". Ζητωκραυγές ακολούθησαν τα λόγια του και αμέσως το παιχνίδι ξανάρχισε με μεγαλύτερη προσοχή κι επιθετικότητα, μιας και η νίκη θα είχε τώρα σαν αποτέλεσμα, εκτός από τη δόξα και είκοσι χιλιάρικα, δηλαδή περίπου εφτά για τον κάθε παίχτη της νικήτριας ομάδας.
Σαν όριο πέρατος του αγώνα ορίστηκε από τον χρηματοδότη η εντεκάτη, δηλαδή έμενε μισής ώρας παιχνίδι ακόμη.
To σκορ εκείνη τη στιγμή ήτανε δύο ένα. Στη συνέχεια άλλαξε συχνά υπέρ της μιας ή της άλλης ομάδας,για να καταλήξει στο τέλος του παιχνιδιού εννέα οχτώ.
Όταν το ρολόι της εκκλησίας έδειξε έντεκα, οι νικητές σταμάτησαν αμέσως το παιχνίδι και όρμησαν προς τον κύριο που τους είχε υποσχεθεί τις είκοσι χιλιάδες.
Ιδρωμένοι και βαριανασαίνοντας ακόμα τις πήραν και αμέσως μετά έκαναν το γύρο της πλατείας-όπως κάνουν στα γήπεδα, ενώ τα κορίτσια, που δεν είχαν
καταλάβει τι είχε μεσολαβήσει, κοίταζαν τον παράξενο γύρο του θριάμβου απορημένα.
Και όλα θα είχαν τελειώσει μαζί με το γύρο του θριάμβου των παιδιών, αν δεν γίνονταν τα παρακάτω ασυνήθιστα.
Οι τρεις παίχτες της νικημένης ομάδας, που ενώ οι
νικητές έφερναν γύρω την πλατεία αυτοί
συσκέπτονταν στη μέση του γηπέδου, πλησίασαν τον
χρηματοδότη και του ζήτησαν να πληρωθούν κι
εκείνοι.
"Εσείς Γιατί; ",τους ρώτησε εκείνος.
"Αν δεν υπήρχαμε εμείς δε θα γινότανε αγώνας και δε
θα υπήρχαν νικητές για να πληρωθούν. Ύστερα και
μεις είμαστε δυνατοί-το είδατε καλά και σεις, η
διαφορά ήτανε ένα τέρμα, με λίγη τύχη η νίκη θα
ήτανε δική μας".
Ο κύριος είδε λογική τη σκέψη των τριών νικημένων
αγοριών και έδωσε και σ' αυτούς είκοσι χιλιάδες δραχμές.
Φεύγοντας εκείνοι, έρχονταν προς αυτόν η εκκλησία
του Αγίου Νικολάου. Στάθηκε μπροστά του, άναψε
όλα της τα φώτα, χτύπησε όλες τις καμπάνες της και
του είπε ψέλνοντας: "Δική μου είναι η πλατεία.
Χωρίς αυτήνε πού θα 'παιζαν τα παιδιά; Δώσε και σε
μένα είκοσι χιλιάδες."
Ο χρηματοδότης έδωσε και στην εκκλησία είκοσι
χιλιάδες, γιατί εκτίμησε την επιχειρηματολογία της.
Ύστερα ήρθε μπροστά του ο ελληνικός λαός: "Την
εκκλησία εγώ την έχτισα και τη συντηρώ. Και τα
παιδιά που έπαιζαν παιδιά δικά μου δεν είναι;"
Ο κύριος έβαλε το χέρι στην άλλη τσέπη του κι
έδωσε είκοσι χιλιάδες στον ελληνικό λαό.
Τότε ξαφνικά όλα εξαφανίστηκαν και για μια στιγμή
έμεινε μόνος. Μα αμέσως απέναντί του πήγε και
στάθηκε η γη στάζοντας τα νερά της: "Όπως όλοί οι
λαοί και τούτος δω που πριν επλήρωσες δική μου
γέννα και δικό μου θρέμμα. Άδικο έχω; Και αποφάσισε γρήγορα γιατί δεν μπορώ να στέκω για πολύ ακίνητη".

"Ναι, της είπε ο κύριος, "δίκιο έχεις. Πάρε και συ τα
λεφτά που σίγουρα τ' αξίζεις".
Όταν και η γη πήρε τα λεφτά της, όλα ήρθαν πάλι στη
θέση τους και ο κύριος βρέθηκε καθισμένος στη θέση
του στο παγκάκι με ακόμα είκοσι χιλιάδες λιγότερα
λεφτά στην τσέπη του.
Μα προτού να καλοκαθίσει, να που
η νύχτα έγινε λαμπρή και καυτή. Ο ήλιος είχε
πλησιάσει για να του μιλήσει κι αυτός με τη σειρά
του: "Εγώ εγέννησα τη γη. Καταλαβαίνεις..."
"Καταλαβαίνω". Και έδωσε τις είκοσι χιλιάδες.
Και ο ήλιος έφυγε. Και μαζί του αφανίστηκαν και όλα
τ' άστρα και όλα τα φώτα και σκοτάδι έπεσε παντού. Και η Μεγάλη Νύχτα ακούστηκε να μιλάει βραχνά : «Είμαι η μήτρα για όλα όσα υπάρχουνε. Όλα εγώ τα έφερα στην ύπαρξη"
Έδωσε είκοσι χιλιάδες στη Μεγάλη Νύχτα, που
αμέσως έδωσε τη θέση της στην κανονική εικόνα του καλοκαιρινού βραδιού της πλατείας του Αγίου Νικολάου.
Ο άγνωστος κύριος σηκώθηκε. Κοίταξε γύρω του.
Του έμεναν άλλες είκοσι χιλιάδες -oι τελευταίες του.
Τις έβγαλε από την τσέπη του και τις σκόρπισε γύρω λέγοντας: "Πάρε και συ που μου μιλάς χωρίς να σε
ακούω". Γύρισε ύστερα στα παιδιά που έβλεπαν
έκπληκτα όλη αυτή την ώρα εκείνα που συνέβαιναν
και τους είπε: "Ξόφλησα όλα τα χρέη μου. Τί ώρα θα
παίξετε αύριο; Θα παίξω μαζί σας."
Κι αφού συμφωνήθηκε η ώρα, πήρε καθένας το
δρόμο για το σπίτι του.

Γιώργης Χολιαστός

Νικος Κρητικου είπε...

Φίλε Γιώργο, ωραίο το διήγημα σου, αλλά δεν καταλαβαίνω αν υπάρχει κάποιο μήνυμα ή απάντηση που να αφορά την δικιά μου ανάρτηση για τις κατηγοριοποιήσεις διηγημάτων. Ίσως κάτι μου διαφεύγει.
Μου άρεσε πάντως η ιστορία σου από το σημείο που εκείνος ο κύριος τάζει είκοσι χιλιάρικα στον νικητή και έπειτα. Γιατί όμως τα θεωρούσε χρέη όλα αυτά;

Νικος Κρητικου είπε...

Παρεπιπτόντως, Γιώργο σε ψάχνει απεγνωσμένα κάποια Γεωργία Παυλοπούλου μέσα από τα μπλογκ που γράφεις σχόλια. Σου παραθέτω ένα link που άφησε μήνυμα για σένα (αν είσαι εσύ αυτός που είχε δημοσιεύσει ένα ποίημα σε ένα μπλογκ με θέμα την ποδηλατοδρομία) μαζί με το τηλέφωνο της για να επικοινωνήσεις μαζί της.

http://www.amarkos.gr/blog/?p=99

Ανώνυμος είπε...

Φίλε κύριε Νίκο Κρητικού

Για το πρώτο σας μήνυμα:
Πρώτα να σας πω ότι από μπλογκς δεν ξέρω παρά να επικολλώ μόνο. Ακόμα, για παράδειγμα, μου είναι εφτασφράγιστο μυστικό τι σημαίνουν όλα τα δεξιά και αριστερά της κεντρικής στήλης των μπλογκς γραφόμενα. Και ούτε κόφτομαι να μάθω. Δεν ξέρω ούτε πώς να βρίσκω τα μπλογκς που ίσως πρέπει να απαντήσω σε κάποιον-όπως εδώ, που τυχαία και μετά δυο μήνες σας βρήκα.
Το διήγημά μου πράγματι δεν περιείχε κανένα μήνυμα ή απάντηση στην ανάρτησή σας.
Ως για τα χρέη, τι άλλο θα μπορούσε να είναι;
Για το θέμα της ανάρτησής σας θα σας απασχολήσω μόνο με την προσωπική μου γνώμη. Δεν θα επηρεαζόμουν, ούτε θα πρόσεχα καθόλου σε ποια κατηγορία ανήκει ένα διήγημα, έστω και αν αυτή η κατηγοριοποίηση έγινε από κάποιον γνώστη των πραγμάτων (όπως αντιλαμβάνομαι ότι είστε εσείς)και όσο και αν αυτή είναι "αντικειμενική"-απλά θα απολάμβανα ή όχι το διήγημα. (αυτά από μένα που δεν έχω ασχοληθεί ως τώρα σοβαρά με το είδος).

Για το δεύτερο μήνυμα:
Έχω δει και σε άλλα μπλογκς την επιθυμία της κυρίας Παυλοπούλου να τηλεφωνηθούμε.
Αν έχετε την καλοσύνη και την ικανότητα (την μπλογκική εννοώ που εγώ δεν έχω), μεταβιβάστε της το παρακάτω μήνυμα.
Έτσι ή αλλιώς σας ευχαριστώ για όλα.

Αγαπητή Γωγώ
γιατί να πέφτουμε τόσο χαμηλά ώστε να σπρώχνουμε τον χρόνο με άσκοπα τηλεφωνήματα, που αφού πούμε δυο τρεις προτάσεις ξαναπέφτουμε, μόνο τώρα βαθύτερα, στο ίδιο χάος-τι κερδίζουμε χρησιμοποιώντας δεκανίκια για να σταθούμε;
Ας διανύσουμε όσο δυνόμαστε μόνοι, στηριζόμενοι στις δικές μας μόνο δυνάμεις, όσο διάστημα. Ίσως αυτό να μας δυναμώνει και λίγο. Όχι για να νικήσουμε, μα για ν’ αντέξουμε.

Ανώνυμος είπε...

Ζητώ συγνώμη για την ανωνυμία του προηγηθέντος σχολίου μου. Αν και εννοείται από τα γραφόμενα, ας πω ότι είμαι ο Γιώργης Χολιαστός.